- διστίχου
- δίστιχοςwith two rowsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιχάκι — το, Ν [στίχος] υποκορ. 1. μικρός στίχος 2. στίχος δημοτικού ή λαϊκού δίστιχου … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
Κυριακίδης, Στίλπων — (Κομοτηνή 1887 – Θεσσαλονίκη 1964). Λαογράφος, βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός. Μαθητής του Νικόλαου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής (1914 18) και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (1918 26) … Dictionary of Greek
Ντράιντεν, Τζον — (John Dryden, Όλντουνκλ Ολ Σεντς, Νορθάμπτονσαϊρ 1631 – Λονδίνο 1700). Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Από οικογένεια ευγενών, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στο Κέιμπριτζ, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου, με την… … Dictionary of Greek